Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Ματσικόριδα στη Νίκη Μαραγκού






Το είχαμε όλοι ανάγκη να πάμε στην κηδεία της Νίκης Μαραγκού. Να τιμήσουμε έναν άνθρωπο που αγάπησε αυτόν τον τόπο, που πρόσφερε αθόρυβα στα κοινά, που έβαλε το δικό του λιθαράκι στο ψηφιδωτό του πρόσωπο.

Το είχαμε ανάγκη, σε μια προεκλογική περίοδο γεμάτη φανφαρονισμούς και σωτήριους λόγους πριν την πλήρη κατάρρευση, να τιμήσουμε έναν καθαρό άνθρωπο, έναν άνθρωπο ευγενή, χαμηλών τόνων, χωρίς μίση και εμπάθειες.
Το είχαμε ανάγκη, καθώς ο τόπος βουλιάζει στο έλος της κομματοκρατίας και της διεφθαρμένης εξουσίας, να καταθέσουμε λίγα λουλούδια σε έναν άνθρωπο που είχε αληθινή έγνοια για τον τόπο και τον άνθρωπο.

Δεν ξαναείδα σε κηδεία τόσους λαλέδες, ματσικόριδα και κυκλάμινα, ό,τι πιο όμορφο έχει αυτή η γη που δεν αγαπήσαμε. Δυσεύρετα λουλούδια, αφού τα κάναμε όλα οικόπεδα και τσιμέντα… 
Τελικά τι μένει; Όλα χάνονται; Γεζούλ, όπως έλεγε ο τίτλος του βιβλίου της, χωρίς ερωτηματικό, που σήμαινε ακριβώς το ίδιο πράγμα; Μένει αυτό το  ήρεμο, καλοσυνάτο χαμόγελό της στη φωτογραφία της εφημερίδας, μένει η   πεισματική ανάγκη της να αναζητά την αλήθεια τη δική της και του τόπου με το δικό της τρόπο, με τις λέξεις, με την τέχνη, με τα λουλούδια, τη μαγειρική.  Μένει αυτή η προσήλωση στον άνθρωπο, στον τόπο, στα πράγματα που βιώσαμε. Μένει αυτή η προσπάθεια να αποτυπώσει το αυθεντικό, το απλό, το ωραίο.

Τι ήταν η Νίκη; Ένας ανεπιτήδευτος άνθρωπος που κεντούσε τα λόγια της, ένα καθαρό, διερευνητικό βλέμμα, μια ταξιδεύτρα της ζωής. Ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή του όσο πιο γεμάτα γινόταν, και αυτό ίσως είναι η μόνη παρηγοριά στους δικούς της. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε πραγματικά αυτό που ήθελε στη ζωή της.
Όταν κατάλαβε ότι ως δημόσιος υπάλληλος στο ΘΟΚ χαράμιζε τη ζωή της, σηκώθηκε και έφυγε κάνοντας αυτό που ονειρευόταν να κάνει, άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο. Ένα βιβλιοπωλείο, όταν τα περισσότερα τότε βιβλιοπωλεία στην Κύπρο ήταν κυρίως χαρτοπωλεία. Οραματίστηκε τον Κοχλία ως στέκι καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων. Και όχι μόνο αυτών.
Στη Νίκη άρεσαν οι ενδιαφέροντες άνθρωποι, είτε ήταν πνευματικοί είτε ήταν χειρώνακτες. Στο τελευταίο ταξίδι της στην Αίγυπτο είπε σε φίλους της ότι ενώ σκεφτόταν να φύγει, θα ’μενε γιατί βρήκε «ενδιαφέροντες ανθρώπους». Ενδιαφέροντες άνθρωποι, τόποι, πράγματα. Αυτά ήταν το μέτρο και το κριτήριό της.

 Όταν και ο Κοχλίας έκανε τον κύκλο του, τον άφησε και πήγε σπίτι της, σε ένα διατηρητέο στον Άγιο Δομέτιο, που ανακαίνισε. Έκανε τη μαγείρισσα, τη νοικοκυρά, τη γιαγιά. Πόσο το χάρηκε που έγινε γιαγιά. Περιέγραφε ξανά και ξανά τον έρωτά της για τον εγγονό της…
Είχα δει την τελευταία έκθεση της κόρης της Κατερίνας και του γαμπρού της Στέφανου για την Αμμόχωστο και θαύμασα πώς μπόρεσε να μπολιάσει νέα παιδιά με τόση αγάπη για έναν τόπο που δεν έζησαν. Αυτή η έκθεση ήταν γεμάτη από Νίκη και Αμμόχωστο, δυο πράγματα αδιαχώριστα, γιατί μέσω της Νίκης τούς δόθηκε η Αμμόχωστος.

Τελικά, στις δύσκολες ώρες πιάνεσαι από τις λέξεις, κυνηγάς τις λέξεις. Είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι ποιος είσαι και πού πηγαίνεις. Αυτό έκανε και η Νίκη Μαραγκού. Οι λέξεις ήταν οι οδοδείκτες της. Γι’ αυτό έγραφε ποιήματα, παραμύθια, αφηγήσεις και μυθιστορήματα. Για να ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, σε έναν τόπο που παραπαίει στη σύγχυση και στην αφασία.

Θεοδώρα Παυλίδου, φιλόλογος