Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

"Οι γυναίκες Επιστρέφουν’’ - η ομιλία της Θεοδώρας Παυλίδου με την ευκαιρία της παράδοσης του αρχείου της γυναικείας αντικατοχικής ομάδας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.



Την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017, στην Αίθουσα Τελετών στη Νέα Πανεπιστημιούπολη, ηγετικά μέλη της τότε επιτροπής θα μοιραστηκαν με προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες τις μνήμες τους από την ιστορία της Κίνησης «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν», με την ευκαιρία της παράδοσης του αρχείου της γυναικείας αντικατοχικής ομάδας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Κατά αγαθή συγκυρία, ήταν και η τριακοστή επέτειος από την πορεία στον Άγιο Παύλο (22 Νοεμβρίου 1987). Μια ευκαιρία για να συζητήσουμε πώς τα οράματα κι οι αγώνες μιας διαφορετικής εποχής γίνονται και «επισήμως» ιστορία…"


"Ευχαριστώ τον κ. Παπαπολυβίου για την πρόσκληση. 

Δεν ήμουν στη συντονιστική επιτροπή της κίνησης ‘’Οι γυναίκες Επιστρέφουν’’,   γι αυτό θα μεταφέρω πώς έβλεπα τα πράγματα ως συμμετέχουσα και με  την ιδιότητα μου τότε ως δημοσιογράφου που κάλυψα όλες τις πορείες. Δεν ξέρω πώς επιλέχθηκα ή αν ήταν εξαιτίας της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας που μου πρότειναν τότε να μπω σε μια μικρή ομάδα 50 γυναικών που θα έμπαιναν μυστικά  στα κατεχόμενα. Στη συνέχεια έγινε πιο ανοικτή πρόσκληση και ο αριθμός αυξήθηκε. Θυμούμαι ότι όταν πλησίαζε η ημέρα της πορείας, προσπαθούσα να τακτοποιήσω τα προσωπικά μου πράγματα, διότι νιώθαμε ότι ήταν κάτι σοβαρό και ότι δεν ξέραμε αν θα γυρίζαμε πίσω.   Αυτό δεν το λέω για να παριστάνω την ηρωίδα, αλλά ως μαρτυρία για το πώς νιώθαμε εκείνες τις μέρες.

Στην πρώτη  πορεία στον  Αρωνα θυμάμαι ότι παρόλο  που δεν μπορέσαμε να μπούμε  στην κατεχόμενη γη, δεν είχαμε το αίσθημα της αποτυχίας. Αντίθετα ήταν καθολικό το αίσθημα ότι εκφράσαμε μια επιθυμία  πολύ δυνατή και καθαρή, την επιθυμία του πρόσφυγα για επιστροφή στο σπίτι του. Η  κίνηση συνέλαβε σωστά  την ανάγκη που ένιωθε  ο κόσμος να κάνει κάτι για το πρόβλημα του, να αρθεί η αδικία που ένιωθαν ότι έγινε σε βάρος τους, να δείξει στον  έξω κόσμο ότι δεν βολεύτηκε και ότι θέλει  να γυρίσει στο σπίτι του.
Αυτή η πρώτη πορεία επίσης ξεγύμνωσε στα μάτια μας τις κομματικές ηγεσίες. Δεν ήθελαν τον λαό να συμμετέχει σε έναν ουσιαστικό αγώνα. Και δεν ήθελαν κάτι που δεν έλεγχαν οι ίδιες. Είχαν ουσιαστικά φοβηθεί αυτή την κίνηση που ερχόταν από τα κάτω και εξέφραζε το λαϊκό αίσθημα για αποκατάσταση του δικαίου.


Στη δεύτερη πορεία, στον Άγιο Παύλο, που έγινε τον ίδιο χρόνο, τον Νοέμβριο, ήταν η πρώτη φορά που μπαίναμε στην κατεχόμενη γη και  αντικρίζαμε Τούρκους στρατιώτες. Υπήρξε μια αναμέτρηση βλεμμάτων και νομίζω ότι αυτό που γράψαμε τότε στην εφημερίδα ήταν πολύ αληθινό. Ήμασταν άοπλες αλλά πιο δυνατές. Αυτό έδειξε και ο διάλογος της Χέλεν Σωτηρίου με τον Τούρκο αξιωματικό που προβλήθηκε από όλα τα μέσα. Και αυτή η πορεία πέτυχε πολλά. Είχαμε καταφέρει να μπούμε στα κατεχόμενα και να δείξουμε ποιος μας εμποδίζει να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Γινόταν ξανά δηλαδή το Κυπριακό  πρόβλημα κατοχής, προσφυγιάς, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πήγαινε να ξεχαστεί μέσα στις παλινδρομήσεις των διαπραγματεύσεων.

Το άλλο σημαντικό ήταν η δύναμη και η επιρροή που ασκούσε πια η κίνηση στις γυναίκες, αλλά γενικότερα στον κόσμο. Ήταν φανερό ότι δεν επρόκειτο για ανώριμες και ανεύθυνες γυναίκες, αλλά για γυναίκες που ήξεραν να σχεδιάζουν, να διοργανώνουν και να φέρουν εις πέρας με σοβαρότητα πολιτικές δράσεις, από τις οποίες απόρρεαν πολιτικά κέρδη. Η κίνηση απέδειξε επίσης ότι ήταν ανεξάρτητη και ότι είχε συσπειρώσει γυναίκες όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων .
Η κίνηση γινόταν επικίνδυνη για κάποιους αλλά δεν τολμούσαν να την κτυπήσουν ανοικτά και επιστράτευαν διάφορους για να την υπονομεύσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δήλωση του προέδρου της Επιτροπής Προσφύγων, διευθυντή τότε λυκείου, ενώπιον 20 καθηγητών, ότι αν πάθαινε τίποτε ο γιος του, που ήταν στρατιώτης, θα έπρεπε οι γυναίκες αυτές να στηθούν στον τοίχο και να εκτελεστούν. Αυτοί που είχαν περιθωριοποιήσει τα πιο δυναμικά σύνολα της κοινωνίας, αυτοί που διοχέτευαν στον κόσμο το αίσθημα της υποταγής στη μοίρα μας ή της αναμονής σωτήρων, έμεναν φανερά εκτεθειμένοι απέναντί μας. Δεν μπορούσαν να μιλούν για αγώνα και να πετάνε πατριωτικά συνθήματα. Πέρα λοιπόν από τη διαφώτιση στο εξωτερικό, οι πορείες δημιουργούσαν έναν προβληματισμό στο εσωτερικό για την ποιότητα των ηγετών μας και για το πού μας οδηγούσανε με τη διγλωσσία τους. 


 Στην τρίτη πορεία που έγινε στις 19 Μαρτίου 1989   στα Λυμπια και στην Αχνα που είχαν και τη μεγαλύτερη συμμετοχή του κόσμου,   εγώ είχα μπει στα λεωφορεία που πήγαιναν στην Αχνα . Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν αυτή η ατμόσφαιρα ενθουσιασμού του απλού κόσμου που φαινόταν να στηρίζει ολόψυχα την προσπάθεια μας και να είναι περήφανος για μας.
Θυμάμαι επίσης ότι μπήκαμε πολύ εύκολα στο χωριό και δεν συναντήσαμε Τούρκους για να μας σταματήσουν. Παρόλα αυτά ακολουθήσαμε το σχέδιο, δεν προχωρήσαμε και μείναμε στην εκκλησία ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο. Ο Ντενκτάς αυτή τη φορά  είχε φέρει άοπλους στρατιώτες και ένα εχθρικό τουρκικό όχλο ως απάντηση στην πορεία.

Τίθονταν λοιπόν νέα ερωτήματα. Θα μπορούσαν να συνεχιστούν με τη μορφή που είχαν; Με ποιο στόχο; Η  κίνηση είχε αποκτήσει μαζικότητα και τεράστια δυναμική χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη πολιτική θέση πέρα από την ειρηνική  διεκδίκηση του δικαιώματος της επιστροφής.  
Γυναίκες με συγκεκριμένη πολιτική θέση αποχώρησαν από τη συντονιστική και  διοργάνωσαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πορεία στον Αγιο Κασιανό.

Το ερώτημα που τίθεται νομίζω ακόμα και σήμερα είναι αν θα μπορούσε  η Κίνηση να γίνει καταλύτης πολιτικών εξελίξεων και διεργασιών,   αν θα μπορούσε να μετατραπεί  σε κάτι άλλο. Και με ποιες αρχές λύσης του Κυπριακού; Με ποιο πολιτικό υπόβαθρο; Έχω την αίσθηση ότι και η Κίνηση αντι πάλευε μέσα της  μεταξύ επιστροφής και επανένωσης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συμβιβασμού.

Για μένα οι πορείες ήταν μια αμφισβήτηση της πορείας που ακολουθούσαμε ως κράτος, μιας πορείας που χαρακτηριζόταν από την κομματικοποίηση και από έλλειψη έμπνευσης και αγωνιστικότητας. Κτυπούσε το καμπανάκι για τον χρόνο που περνούσε και δημιουργούσε τετελεσμένα που θα ήταν δύσκολο να ανατραπούν. Οι ηγεσίες δεν ήθελαν να ακούσουν και δεν αξιοποίησαν αυτές τις φωνές που ήξεραν να διεκδικούν και να κερδίζουν .

Ας σημειωθεί ότι αυτές οι γυναίκες  δεν εξαργύρωσαν ποτέ τη δράση τους, αλλά αντίθετα κάποιες ακολούθησαν ατομικές, αλλά πολύ αξιόλογες   πορείες  –αναφέρομαι στην Νταιάνα που προσέφερε πολλά στην ιστορική έρευνα και την Τιτίνα  που πρόσφερε πολλά στη νομική διεκδίκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

Δεν ξέρω αν σκόπιμα ή όχι αφήσαμε τα χρόνια να περάσουν και να παγιωθούν τετελεσμένα. Σήμερα δεν ασχολούμαστε ως κοινωνία με το πρόβλημα μας, έχουμε κουραστεί, κανένας δεν πείθει κανένα, και λαός και ηγεσία, περιμένουμε τους βαρβάρους ως κάποια  λύση. Από αυτή την άποψη, και ιστορικά, οι πορείες ήταν μια φωτεινή στιγμή στην ιστορία του Κυπριακού μετά το 1974, γιατί εξέφρασε το αληθινό αίσθημα του κόσμου για δικαιοσύνη και συνδύασε με επιτυχία το ρεαλισμό με την αγωνιστικότητα.



Θεοδώρα Παυλίδου
φιλόλογος

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Προς δημότες Σωτήρας




Να χαίρεστε το δήμαρχο και το δημοτικό σας συμβούλιο που ομόφωνα αποφάσισαν να λογοκρίνουν την παράσταση του Θοκ στο χωριό σας. Να χαίρεστε το λεβέντη δήμαρχο σας και όλο το συμβούλιο που υποχώρησε  ουσιαστικά στα κελεύσματα  της εκκλησίας της περιοχής και φανατικών θρησκόληπτων πολιτών.  Γιατί αυτή είναι η αλήθεια και ας μην κρύβονται πίσω από το δάκτυλο τους.  Ο δήμαρχος της Σωτήρας    παρουσιάζεται ως επιτηδειος  ουδέτερος και ότι προκειμένου να αποφευχθούν επεισόδια πήραν την απόφαση να απαγορεύσουν την παράσταση.  Παρουσιάζονται μάλιστα να ομολογούν ‘’ευθαρσώς’’ ότι πιέστηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους.Και οι δημοσιογράφοι δέχονται αυτές τις φθηνές δικαιολογίες αντί να ψάξουν λίγο πίσω από τα πράγματα. Ο  δήμαρχος κ. Τάκκας είναι μέλος της θρονικής επιτροπής της Μητροπόλεως Κωνσταντίας και σύμβουλος για χρόνια του Μητροπολίτη Κωνσταντίας επί Οικονομικών θεμάτων, όπως αναφέρει το βιογραφικό του στην ιστοσελίδα του Δήμου . Πόση πίεση άραγε ήθελε για να πάρει αυτήν την απόφαση; Ποιον κοροιδεύουν;

 Η απόφαση είναι ντροπή για τη Σωτήρα και για κάθε δημότη της που θέλει να είναι ελεύθερος άνθρωπος. Είχαν ως τοπική αυτοδιοίκηση την ευθύνη να υπερασπιστούν ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα. Είχαν ως αρχές το καθήκον να αντισταθούν σε φασιστικές και μεσαιωνικές νοοτροπίες και  όχι να επικαλούνται απειλές και εκφοβισμούς.


Το λυπηρό αυτό συμβάν  δείχνει   πόση δύναμη έχει η εκκλησία  και πόσο επεμβαίνει ακόμα και  σε τοπικές αρχές,  αφού κατάφερε όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι όλων των συνδυασμών να υπακούσουν στις εντολές της. Δείχνει επίσης δυστυχώς την απουσία αξιών και ουσιαστικής παιδείας  των εκλελεγμένων συμβούλων  στα νεόπλουτα τουριστικά χωριά της Κύπρου. Κρίμα, πολύ κρίμα.

Θεοδώρα Παυλίδου,  φιλόλογος